- ποδοδερματίτιδα
- η, Ν(κτην.) ασθένεια, είδος εκζέματος που αρχίζει από την περόνη και προχωρεί σε όλο το πέλμα τών ιπποειδών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pododermatitis (< πους, ποδός + δερματίτις / -ίτιδα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek